γαλακτοσάκχαρο ή λακτόζη

γαλακτοσάκχαρο ή λακτόζη
Δισακχαρίτης του τύπου C12H22O11. Είναι το μόνο πρακτικά σάκχαρο που υπάρχει στο γάλα των ανθρώπων και των ζώων, και σχηματίζεται στον γαλακτικό αδένα από το σάκχαρο του αίματος, τη γλυκόζη (η μέση περιεκτικότητα σε γ. στο γάλα της γυναίκας είναι 7%, ενώ στην αγελάδα είναι 4,8%). Παρασκευάζεται από γάλα στο οποίο αφαιρούνται το λίπος και η καζεΐνη. Ο ορός που προκύπτει συμπυκνώνεται και λαμβάνεται το γ. ως κρυσταλλικό σώμα. Έχει ελαφρώς γλυκιά γεύση, είναι ευδιάλυτο στο νερό και, αν υδρολυθεί με οξέα ή ένζυμα (λακτάσες), δίνει γλυκόζη και γαλακτόζη. Παρασκευάζεται βιομηχανικά σε μεγάλη κλίμακα και βρίσκει εφαρμογές στη φαρμακευτική, στην παρασκευή παιδικών τροφών, στις οδοντόκρεμες κ.α.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λακτόζη — Ενυδατωμένη μορφή του δισακχαρίτη σακχαρόζη που βρίσκεται στο γάλα των θηλαστικών. Η λ. λέγεται συνήθως γαλακτοσάκχαρο (βλ. λ.). * * * η (βιοχ.) αναγωγικός διολοζίτης που αποτελεί το κύριο γλυκίδιο τού γάλακτος τών θηλαστικών, αλλ. γαλακτοσάκχαρο …   Dictionary of Greek

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”